- κιαλάρω
- 1. βλέπω με κιάλια, παρατηρώ με διόπτρες κάτι που βρίσκεται μακριά2. παρατηρώ κάτι με ενδιαφέρον («τήν κιαλάρει κάθε μέρα από το παράθυρο»)3. αντιλαμβάνομαι κάτι εξ αποστάσεως («τόν κιαλάρησε μόλις ξεπρόβαλε»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κιάλι + κατάλ. -άρω (πρβλ. αριβ-άρω, σπιν-άρω)].
Dictionary of Greek. 2013.